-
1 горевать
-
2 грустить
-
3 болеть
болеть 1-ею, -еешь, ρ.δ.1. ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος•он давно -ет αυτός είναι από καιρό άρρωστος•
она -ет тифом αυτή είναι άρρωστη από τύφο.
2. παλ. λυπούμαι, συμπονώ•болеть о нищих и убогих λυπούμαι τους φτωχούς και τους ανάπηρους.
εκφρ.болеть душой ή сердцем – βλ. 2 σημ.болеть 2-ит, ρ.δ.(για μέλος του σώματος) πονώ•нога -ит το πόδι πονά•
зубы -ят τα δόντια πονούν.
εκφρ.душа ή сердце -ит – η ψυχή, η καρδιά πονά (λυπούμαι, θλίβομαι). -
4 грустить
груститьнесов λυπούμαι, θλίβομαι, κακοκαρδίζω, μελαγχολώ:\грустить ὁ чем-л. μέ πιάνει θλίψη γιά κάτι. -
5 кручиниться
кручи́н||итьсянесов поэт. λυπούμαι, θλίβομαι, πικραίνομαι. -
6 запечалиться
-люсь, -литьсяρ.σ. λυπούμαι, θλίβομαι, φαρμακώνομαι, πικραίνομαι. -
7 плакать
плачу, плачешь, μτχ. ενστ. плачущийρ.δ.1. κλαίω, θρηνώ•горько плакать κλαίω πικρά•
плакать навзрыд κλαίω με λυγμούς, με ανα-φυλλητά.
|| λυπούμαι, θλίβομαι, συμπονώ.2. μτφ. (για άψυχα) ηχώ πένθιμα, λυπητερά.3. υγραίνομαι, καλύπτομαι από υδρατμούς..εκφρ.плакать в жилетку – ειρν. κλαίω (μεμψιμοιρώ) για την τύχη μου•палка -ет – σε περιμένει το παλούκι (κλαίει γιατί δε σε χτυπά)•тюрьма -ет – σε περιμένει η φυλακή (στενοχωρείται γιατί δε σε έχει μέσα).1. κλαίω, παραπονούμαι για την τύχη μου μεμψιμοιρώ.2. (απρόσ.) μου έρχεται να κλάψω, είμαι έτοιμος για να κλάψω.εκφρ.плакать в жилетку – βλ. 1 σημ. -
8 прогоревать
ρ.σ. λυπούμαι, θλίβομαι (για ένα χρον. διάστημα). -
9 скорбеть
-блю, -бишьρ.δ. (γραπ. λόγος)• θλίβομαι, λυπούμαι, πικραίνομαι•скорбеть за погибшими λυπούμαι τους πεσόντες•
скорбеть за сирот λυπούμαι τα ορφανά.
-
10 горевать
гореватьнесов λυπούμαι, πικραίνομαι, θλίβομαι, πενθώ:\горевать ὁ ком-л. κλαίω (или θρηνῶ) γιά κάποιον \горевать ὁ чем-л. λυπούμαι γιά κάτι. -
11 скорбеть
скорбетьнесов θλίβομαι, εἶμαι τεθλιμμένος, λυποῦμαι, θρηνώ -
12 горевать
-рюю, -рюешьρ.δ.στενοχωριέμαι, πικραίνομαι, θλίβομαι, λυπούμαι•горюй не горюй мертвого не воротишь στενοχωρηθείς δε στενοχωρηθείς τον πεθαμένο δεν τον ανασταίνεις.
(απλ.) φτωχοζώ, φτωχοδέρνω,δυστυχώ•двое братьев богато живут, а третий кое-как горюет τα δυο αδέρφια ζουν πλούσια, όμως ο τρίτος δυστυχεί.
εκφρ.горе горевать – καταπικραίνομαι, καταφαρμακώνομαι, καταστενοχωριέμαι. -
13 горюниться
ρ.δ. (απλ.) δυστυχώ, πέφτω σε δυστυχίες, περνώ δυστυχίες. || θλίβομαι, λυπούμαι, πικραίνομαι. -
14 грустить
грушу, грустишьρ.δ. θλίβομαι, λυπούμαι•, μελαγχολώ, βαρυοθυμώ. -
15 жалеть
ρ.δ.1. ευσπλαχνιζομαι, συμπονώ, λυπάμαι, ψυχοπονώ•жалеть широт λυπάμαι τα ορφανά.
2. θλίβομαι•я -ею о потере друга λυπάμαι για το χαμό του φίλου•
-ею о своей ощибке λυπάμαι για το λάθος μου.
3. μτφ. φειδωλεύομαι, φείδομαι, αψυχώ•жалеть время φείδομαι του χρό• νου•
не -ей хлеб μην αψυχάς το ψωμί•
не себя, своей жизни δε λυπάμαι τον εαυτό μου, τη ζωή μου.
|| φυλάγω, διαφυλάσσω•жалеть здоровье προσέχω την υγεία.
4. (διαλκ.) αγαπώ.εκφρ.не -ея сил – χωρίς να λυπούμαι δυνάμεις. -
16 журить
-
17 истосковаться
-куюсь, -куешьсяρ.σ. θλίβομαι, λυπούμαι, βαρυθυμώ• νοσταλγώ•истосковаться по родине νοσταλγώ την πατρίδα•
истосковаться по родным местам νοσταλγώ τη γενέτειρα.
-
18 кручиниться
-нюсь, -нишьсяρ.δ.(λκ. ποίηση) θλίβομαι, λυπούμαι., πικραίνομαι, σεκλετίζομαι. -
19 нагруститься
-ущусь, -устишьсяρ.σ.θλίβομαι, λυπούμαι πολύ ή για πολύ καιρό. -
20 натужиться
-жусь, -жишьсяρ.σ. (πολύ ή μακρόχρονα) θλίβομαι, πικραίνομαι, λυπούμαι, λιώνω, μαραίνομαι•натужиться от разлуки μαραίνομαι από το χωρισμό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μυριολυπούμαι — (Μ μυριολυποῡμαι, έομαι) (νεοελλ) 1. συμπονώ, σπλαχνίζομαι κάποιον 2. λυπούμαι, θλίβομαι πάρα πολύ μσν. (η μτχ. παρακμ.) μυριολυπημένος, η, ον αυτός που παρέχει άπειρες θλίψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + λυποῦμαι] … Dictionary of Greek
καταμελαίνω — (AM) μσν. κάνω κάτι εντελώς μαύρο, καταμαυρίζω αρχ. λυπούμαι, θλίβομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μελαίνω «μαυρίζω»] … Dictionary of Greek
συναλγώ — έω, ΜΑ [ἀλγῶ] λυπούμαι, θλίβομαι κι εγώ μαζί με άλλον (α. «συνήλγουν αὐτοῑς ἐπὶ ταῑς προσδοκωμέναις συμφοραῑς», Διόδ. β. «δήλωσον ἡμῑν τοῑς ξυναλγοῡσιν τύχας», Σοφ.) αρχ. πονώ επίσης («ἔτι δὲ καὶ ψόαι καὶ ἰσχία συναλγεῑ τισι», Σωρ.) … Dictionary of Greek
συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… … Dictionary of Greek
υπολυπώ — έω, Α μέσ. ὑπολυποῡμαι, έομαι λυπούμαι, θλίβομαι ελαφρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λυπῶ «θλίβω»] … Dictionary of Greek
αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek