Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λυπούμαι θλίβομαι (

См. также в других словарях:

  • μυριολυπούμαι — (Μ μυριολυποῡμαι, έομαι) (νεοελλ) 1. συμπονώ, σπλαχνίζομαι κάποιον 2. λυπούμαι, θλίβομαι πάρα πολύ μσν. (η μτχ. παρακμ.) μυριολυπημένος, η, ον αυτός που παρέχει άπειρες θλίψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + λυποῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • καταμελαίνω — (AM) μσν. κάνω κάτι εντελώς μαύρο, καταμαυρίζω αρχ. λυπούμαι, θλίβομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μελαίνω «μαυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συναλγώ — έω, ΜΑ [ἀλγῶ] λυπούμαι, θλίβομαι κι εγώ μαζί με άλλον (α. «συνήλγουν αὐτοῑς ἐπὶ ταῑς προσδοκωμέναις συμφοραῑς», Διόδ. β. «δήλωσον ἡμῑν τοῑς ξυναλγοῡσιν τύχας», Σοφ.) αρχ. πονώ επίσης («ἔτι δὲ καὶ ψόαι καὶ ἰσχία συναλγεῑ τισι», Σωρ.) …   Dictionary of Greek

  • συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… …   Dictionary of Greek

  • υπολυπώ — έω, Α μέσ. ὑπολυποῡμαι, έομαι λυπούμαι, θλίβομαι ελαφρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λυπῶ «θλίβω»] …   Dictionary of Greek

  • αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»